έντεα

έντεα
(Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν την πρωτεύουσα με την Nτουάλα έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στην ανάπτυξή της και σήμερα η Ε. αποτελεί έδρα πολλών βιομηχανιών αλουμινίου. Στην Ε. εδρεύει, επίσης, μια μεγάλη μονάδα επεξεργασίας εγχώριου και εισαγόμενου βωξίτη καθώς και ένα χαλυβουργείο που παράγει φύλλα λαμαρίνας. Σημαντικοί, εξάλλου, είναι και οι τομείς των τροφίμων και των χημικών προϊόντων. Η πόλη διαθέτει λιμάνι με μεγάλη κίνηση πάνω στον ποταμό.
* * *
ἔντεα, τα (σπάν. στον εν. έντος) (Α)
1. πολεμικά όπλα, πανοπλία («οἱ ἔντεα κεῑται ἀρήια», Ομ. Ιλ.)
2. θώρακας
3. σκεύη ή εξαρτήματα α) «ἔντεα ναός», Πίνδ.)
β. «ἔντεα δαιτός»)
4. μουσικά όργανα («σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έντεα στον ενικό απαντά μία μόνο φορά στον Αρχίλοχο. Αν το -τος τού έντος (ή το -τυς τού έντυς
βλ. εντύνω) θεωρηθεί επίθημα, τότε η λ. είναι δυνατόν να αναχθεί σε ρίζα *sen- «ετοιμάζω, εκπονώ, αποπερατώνω», τής οποίας η συνεσταλμένη βαθμίδα *sn- απαντά στο ανύω* και η απαθής στο αυθέντης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἔντεα — fighting gear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντε' — ἔντεα , ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἔντει , ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔντεϊ , ἔντεα fighting gear neut dat sg (epic ionic) ἔντει , ἔντεα fighting gear neut dat sg ἔντεε , ἔντεα fighting gear… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἤντεα — ἔντεα , ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντη — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc dual (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντέων — ἔντεα fighting gear neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντεσι — ἔντεα fighting gear neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντεσιν — ἔντεα fighting gear neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντεσσιν — ἔντεα fighting gear neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντος — ἔντεα fighting gear neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντος — ἔντος, το (Α) (ο εν. σπάνιος συνήθης ο πληθ. ἔντεα και ἔντη, τα) 1. οπλισμός, όπλο (επιθετικό ή αμυντικό π.χ. δόρυ, ξίφος, ασπίδα, θώρακας κ.λπ.) («ἀσπίδι... ἥν παρὰ θάμνον ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον» την ασπίδα, το ασύγκριτο όπλο μου, που τό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”